- κρατευται
- κρατευταίκρᾰτευταίοἱ подставка для вертела Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρατευταί — stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kebab — This article is about the sandwich. For the meat served as part of such a sandwich, see Patty. For other uses, see Kebab (disambiguation). Döner Kebab A Döner Kebab Origin Place of origin Turkey … Wikipedia
κρατευτής — κρατευτής, ὁ (Α) 1. το κρατευτήριον* 2. στον πληθ. οἱ κρατευταί κομμάτια πέτρας που αποτελούσαν το υπόστρωμα λιθοστρώτου 3. μολύβδινες ράβδοι ορισμένου βάρους ή μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος (πρβλ. τελευτή: τέλος) με πιθ. επίδραση τού ρ. κρατεύω … Dictionary of Greek
τελευτή — η, ΝΜΑ 1. τέλος, έσχατο σημείο, τέρμα, άκρο 2. (με ή χωρίς γεν. τού βίου ή τής ζωής) το τέλος τού βίου, ο θάνατος, ιδίως ο φυσικός (α. «η τελευτή τού βίου του» β. «παρὰ τοῡ ὑπηρετοῡντος μοναχοῡ ἔμαθε τὴν τελευτὴν αὐτοῡ», Μηναί. γ. «τελευτὴν… … Dictionary of Greek
κρατευτάς — κρατευτά̱ς , κρατευταί stone masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατευτάων — κρατευτά̱ων , κρατευταί stone masc gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)